- οκταήμερος
- και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)νεοελλ.1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμεροχρονικό διάστημα οκτώ ημερώννεοελλ.-μσν.1. ο ηλικίας οκτώ ημερών2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμεραεκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετρα-ήμερος)].
Dictionary of Greek. 2013.